επταήμερο(ν)

επταήμερο(ν)
το неделя, семидневка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επταήμερο(ν)" в других словарях:

  • επταήμερος — η, ο (AM ἑπταήμερος, ον) αυτός που διαρκεί επτά ημέρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο χρονικό διάστημα επτά ημερών μσν. ηλικίας επτά ημερών …   Dictionary of Greek

  • εφταήμερο — και εφτάμερο, το χρονικό διάστημα επτά συνεχών ημερών, επταήμερο, εβδομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + ημέρα] …   Dictionary of Greek

  • νουβέλα — Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»